στοχασμός

στοχασμός
ο, ΝΜΑ [στοχάζομαι]
νεοελλ.-μσν.
σκέψη, λογισμός («απ' ένα εις άλλο στοχασμό πηγαίνει», Σολωμ.)
μσν.-αρχ.
πρόθεση, στόχος μιας ενέργειας (α. «γαστριμαργία... στοχασμοῡ φόβητρον», Νείλ.
β. «μελέτης στοχασμός», Πλάτ.)
αρχ.
1. εικασία («τὸν στοχασμὸν ἀει καὶ μᾱλλον ἐξακριβοῡν», Πλάτ.)
2. εκτίμηση, υπολογισμός («στοχασμὸς τοῡ πρέποντος», Πλούτ.)
3. παρατήρηση («στοχασμὸς τῶν εἰρημένων ἀστέρων», Φίλ.)
4. στήσιμο θηρευτικού διχτιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στοχασμός — guessing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχασμός — ο 1. σκέψη: Του λείπει ο στοχασμός. 2. ό,τι σκέφτεται κάποιος: Δεν μπορώ να παρακολουθήσω τους στοχασμούς του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στοχασμοῖς — στοχασμός guessing masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχασμοί — στοχασμός guessing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχασμοῦ — στοχασμός guessing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχασμούς — στοχασμός guessing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχασμῶν — στοχασμός guessing masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχασμῷ — στοχασμός guessing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχασμόν — στοχασμός guessing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρία — (Ιστορ.). Αντιπροσωπείες που έστελναν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στις πανελλήνιες γιορτές. Σπουδαιότερη θ. των Αθηναίων ήταν εκείνη που παρίστατο στη γιορτή του Δηλίου Απόλλωνα. Επικεφαλής της ήταν ο αρχιθέωρος, που αναλάμβανε όλα τα έξοδα. Τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”