- στοχασμός
- ο, ΝΜΑ [στοχάζομαι]νεοελλ.-μσν.σκέψη, λογισμός («απ' ένα εις άλλο στοχασμό πηγαίνει», Σολωμ.)μσν.-αρχ.πρόθεση, στόχος μιας ενέργειας (α. «γαστριμαργία... στοχασμοῡ φόβητρον», Νείλ.β. «μελέτης στοχασμός», Πλάτ.)αρχ.1. εικασία («τὸν στοχασμὸν ἀει καὶ μᾱλλον ἐξακριβοῡν», Πλάτ.)2. εκτίμηση, υπολογισμός («στοχασμὸς τοῡ πρέποντος», Πλούτ.)3. παρατήρηση («στοχασμὸς τῶν εἰρημένων ἀστέρων», Φίλ.)4. στήσιμο θηρευτικού διχτιού.
Dictionary of Greek. 2013.